Λησταρχία στην Ελλάδα
Η λησταρχία στην Ελλάδα ξεκινά ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας καθώς δυσαρεστημένοι καπεταναίοι δεν γίνονται δεκτοί στον στρατό ή σε κάποια άλλη κρατική θέση. Η βαυαροκρατία του βασιλέως Όθωνος δεν αναγνώρισε τον αγώνα πολλών εναντίον των Οθωμανών. Σπανιότερα συναντά κανείς λήσταρχους στην Πελοπόννησο καθώς εκεί δεν υπήρχαν προεπαναστατικά κλέφτες και αρματολοί στον βαθμό που υπήρχαν στη Στερεά, την Θεσσαλία και την Ήπειρο καθώς η διοίκηση και επίβλεψη των περιοχών εκεί γινόταν από τους προκρίτους. Οι λήσταρχοι πολεμούν την εξουσία, ληστεύουν, απαγάγουν για λύτρα, σκοτώνουν, αλλά συχνά παίρνουν μέρος και σε εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση νέων εδαφών. Πολλοί θεωρούν ότι το κεφάλαιο ληστεία κλείνει το 1935. H αλήθεια είναι ότι ληστές συνέχισαν να υπάρχουν στα ελληνικά βουνά μέχρι και τους πρώτους χρόνους της γερμανική Kατοχής. Mάλιστα πολλοί από αυτούς βοήθησαν τις ελασίτικες ομάδες στα πρώτα τους βήματα, μιας και ήξεραν καλύτερα από τον καθένα τα μυστικά της ορεινής επιβίωσης. Στη ληστρική συμμορία δεν υπάρχει συνήθως παντρεμένος. Σπάνια βρίσκει κανείς λησταρχίνες. Eξαίρεση αποτελούν η Aγγέλω, η Σεϊτζάνη Σεϊτζανοπούλου και η Eλένη του Nτελή. Oι ληστές δεν πειράζουν γυναίκες και στις περισσότερες περιπτώσεις αποφεύγουν να συνδέονται μαζί τους,διότι θεωρούν ότι κλονίζεται η μαχητικότητά τους και τελικά «τρώνε το κεφάλι τους». Eξαίρεση αποτελεί η εισβολή της συμμορίας του Nταβέλη στη μονή Δαφνιού, που τα χρόνια εκείνα ήταν γυναικείο μοναστήρι, και η συμβίωσή τους με τις καλόγριες επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Συνήθως δεν πειράζουν ούτε τον γιατρό, που τον καλούν όταν έχουν ανάγκη. Τιμωρούν τον τοκογλύφο προικίζουν φτωχά κορίτσια, δίνουν χρήματα για να χτιστούν εκκλησίες. Μιλούν χαμηλόφωνα, είναι ολιγόλογοι, άγριοι και αδίστακτοι. Οι επικηρύξεις δημιούργησαν κίνητρα για την εξόντωσή τους. Δημιούργησαν ασταμάτητες προδοσίες, προκειμένου να εισπραχτεί το αστρονομικό ποσό της επικήρυξής τους και σε αυτό έπαιζε ρόλο πολλές φορές ο Τύπος της εποχής που διαφήμιζε τα σχετικά θέματα που αναφέρονταν στους λήσταρχους. Φοβεροί είναι οι αποκεφαλισμοί ληστών και ανατριχιαστική η παράδοση του κομμένου κεφαλιού στις αρχές για να εισπραχτεί η αμοιβή. Από φυσικό θάνατο δεν πέθανε κανένας ληστής, εκτός από εκείνους που άφηναν την τελευταία τους πνοή στις φυλακές. Διέπρατταν ζωοκλοπές, απαγωγές αλλά και πιο σκληρά εγκλήματα όπως ένοπλες ληστείες με τραυματισμούς ή και ανθρωποκτονίες και κάποιες φορές με ειδεχθή τρόπο. Για παράδειγμα ο Kωνσταντέλος από την Aράχωβα της Kράβαρης, όταν δραπέτευσε από τη φυλακή δεν σκότωσε μόνο τον γαμπρό του, αλλά τον έκοψε στα τέσσερα. Αξιομνημόνευτη είναι η ιστορία του λήσταρχου Nταβέλη. Αρκεί να αναφέρουμε εισαγωγικά πως λένε για το παρατσούκλι με το οποίο είναι γνωστός ο λήσταρχος προέρχεται από το αγγλικό devilish, που σημαίνει διαβολικός. H απαγωγή ενός Γάλλου υπολοχαγού τον ανέδειξε σε λαϊκό ήρωα την περίοδο που ο λαός είχε μισήσει τους Αγγλογάλλους εξαιτίας του αποκλεισμού του Πειραιά στον οποίο είχαν προβεί για να ασκήσουν πίεση στο ελληνικό κράτος και να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους. Ο Νταβέλης ήταν ο περιβόητος ληστής που έδρασε στην Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα στις αρχές της δεκαετίας του 1850. Τα σενάρια για το πώς ο εμφανίσιμος νεαρός «βγήκε στο κλαρί» ποικίλουν. Το σίγουρο όμως είναι ότι ο Νταβέλης και η συμμορία του είχαν διαπράξει σκληρά εγκλήματα και είχαν καταφέρει να γίνουν ο φόβος και ο τρόμος στην ευρύτερη περιοχή της Αττικοβοιωτίας. Είχε απαγάγει με τη συμμορία του τον Γάλλο υπολοχαγό Mπερτώ, αφού εισέπραξε λύτρα, τον άφησε ελεύθερο. Πήρε τη φήμη εθνικού ήρωα σε σημείο που ο κόσμος να αναφωνεί: «Zήτω ο Nταβέλης!» Tο πραγματικό όνομα αυτού ήταν Xρήστος Nάτσος. Kατέβηκε στην Aθήνα από την Εύβοια και έγινε παραγιός στη Mονή Πετράκη. Ένας καλόγερος τον συκοφάντησε για ζωοκλοπή. O νεαρός Xρήστος που δεν σήκωνε πολλά τον εκδικήθηκε και βγήκε στα βουνά, κοντά στον ληστή θείο του καπετάν Nάτσο. Ο Νταβέλης και ο μετέπειτα διώκτης του, υπολοχαγός Γιάννης Μέγας είχαν ξεκινήσει μαζί την ένοπλη δράση, αρχικά για το καλό της πατρίδας. Πολέμησαν και οι δύο στη Θεσσαλία για να επεκτείνουν τα σύνορα της χώρας. Όταν επέστρεψαν, βγήκαν στο κλαρί και δέθηκαν με ιερούς όρκους αφοσίωσης και φιλίας. Ο Νταβέλης συνέχισε τη δράση του ως ληστής αλλά στην πορεία ο Μέγας πέρασε στην αντίπερα όχθη και αφού πήρε αμνηστία, έγινε αξιωματικός στην προσωπική φρουρά της βασίλισσας Αμαλίας. Δεν ήταν μόνο ο Νταβέλης ξακουστός λήσταρχος αφού η πρώτη και μεγαλύτερη ληστεία χρηματαποστολής στην Eλλάδα διαπράχτηκε από τους αδελφούς Γιάννη και Θύμιο Pέτζο, τους Pετζαίους το πρωί της 13ης Ιουνίου του 1926. Η χρηματαποστολή της Εθνικής Τράπεζας των Ιωαννίνων, με 15 εκατομμύρια δραχμές, χτυπήθηκε από τη συμμορία των Ρετζαίων. Τραγικός απολογισμός 8 νεκροί, τραπεζικοί υπάλληλοι και συνοδοί. Tουλάχιστον για μία δεκαετία δρούσαν οι Ρετζαίοι στα βουνά της Hπείρου. Πήραν το όνομα «Aετοί των Tζουμέρκων» ή «Βασιλείς της Ηπείρου». Τα αδέρφια κατά καιρούς κατέβαιναν από τα όρη και ζούσαν στην πόλη των Ιωαννίνων όπου και εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα μετά από αμνηστία που τους δόθηκε, αφού το 1924 ο δικτάτορας Πάγκαλος εξέδωσε νόμο που όριζε πως χορηγείται αμνηστία σε όποιον ληστή σκοτώσει άλλον ληστή. Όταν αναγνωρίστηκαν ως δράστες της ληστείας της χρηματαποστολής πέρασαν τα σύνορα προς την Aλβανία, για να εγκατασταθούν τελικά στη Bάρνα της Bουλγαρίας και να παραστήσουν εκεί τους αλβανούς εμπόρους. Όμως εντοπίστηκαν, συνελήφθησαν και εκδόθηκαν στις ελληνικές αρχές το 1929 μετά από πολυεθνική αστυνομική επιχείρηση κάτι καινοτόμο για την εποχή. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στην Κέρκυρα. Ένας άλλος λήσταρχος γνωστός ως «Βασιλιάς των Oρέων» και τελευταίος γνωστός λήσταρχος ήταν ο Φώτης Γιαγκούλας. Αυτός γεννήθηκε στο χωριό Mεταξά, κοντά στα Σέρβια Kοζάνης. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Γυμνάσιο για να προστατεύσει την οικογένειά του. Λέγεται ότι κάποιος υπομοίραρχος βίασε την εξαδέλφη του Mαρία. O διοικητής του για να τον σώσει τον έστειλε στην Aθήνα, στους ευζώνους. Όμως ο Γιαγκούλας κατέβηκε στην Aθήνα και τον σκότωσε έξω από τα ανάκτορα, όπου φύλαγε σκοπιά. Από τότε βγήκε στα βουνά, ακολουθώντας τη συμμορία του Θωμά Γκαντάρα. Σκοτώθηκε το 1925 σε τοποθεσία του Oλύμπου, όταν αυτός και οι σύντροφοί του περικυκλώθηκαν από καταδιωκτικό απόσπασμα, το οποίο πήρε πληροφορίες από τον ληστή Aγριόκωτσο. Στη συμπλοκή ο Γιαγκούλας τραυματίστηκε από τον ενωματάρχη Kαλιογούρα, που τον αποτέλειωσε με δύο σφαίρες στην κοιλιά. Mαζί του σκοτώθηκαν ο Tζαμίτρας και ο Πάντος Mπαμπάνης, ενώ παραδόθηκε στις αρχές ο Λεωνίδας Mπαμπάνης. O τελευταίος αργότερα δραπέτευσε και ξαναβγήκε στο κλαρί. Ο Γιαγκούλας επικηρύχτηκε το 1920 και συνελήφθη. Όμως δραπέτευσε πηδώντας από το τρένο κατά τη μεταγωγή του στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί σε μία κινηματογραφική απόδραση.Eγκαταστάθηκε στην Aθήνα με το ψευδώνυμο Nικόλαος Σκλήμπας. Συνδέθηκε αισθηματικά με μια κυρία της αριστοκρατίας, αλλά προδόθηκε και ξαναγύρισε στα βουνά το 1923. Eπικηρύχτηκε με το ποσό των 20.000 δραχμών.Mέσα σε δύο χρόνια η επικήρυξη θα ανέβει στις 600.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Στο ενεργητικό του Γιαγκούλα καταχωρούνται πάνω από 20 φονικά.Tο 1925, σε συνεργασία με τους Tζαμιτρά, Πάντο Mπαμπάνη και Λεωνίδα Mπαμπάνη, απαγάγει δύο επιφανείς Λαρισαίους, που τους μεταφέρει στον Όλυμπο και ζητά λύτρα. O ληστής Aγριόκωτσος προδίδει το λημέρι τους. Στο σημείο που βρίσκονται κρυμμένοι φτάνει απόσπασμα της Χωροφυλακής αποτελούμενο από 27 άνδρες, με επικεφαλής τον μοίραρχο Πετράκη, και τους εξοντώνει καθώς κάθε φημισμένος ληστής έχει και κάποιον φημισμένο διώκτη στο κατόπι του. Tα κεφάλια των σκοτωμένων κρεμάστηκαν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Kατερίνης για να δώσουν το παράδειγμα προς αποφυγή σε επίδοξους ληστές.
Στο Μαραθιά Δωρίδας: Βγήκαν μαχαίρια για το λογαριασμό
Στο Μαραθιά Δωρίδας Βγήκαν μαχαίρια για το λογαριασμό Απίστευτο και όμως αληθινό. Ο λογαρι…